γοργός

γοργός
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Αριστομένη, ήρωα των Μεσσηvίων (7ος αι. π.Χ.). Σε ηλικία 18 ετών, νυμφεύτηκε τη νέα που είχε βοηθήσει τον πατέρα του vα αποδράσει από την αιχμαλωσία. Διακρίθηκε για τη γενναιότητά του στην άμυνα της Είρας. Αργότερα, ως επικεφαλής Μεσσηνίων, πήγε στο Ρήγιο και από εκεί στη Ζάγκλη, την οποία μετονόμασε σε Μεσσήνη. 2. Τύραννος της Σαλαμίνας, στην Κύπρο (6ος αι. π.Χ.). Διαδέχτηκε τον πατέρα του και ακολούθησε τον Ξέρξη στην εκστρατεία του εναντίον της Ελλάδας. 3. Μεσσήνιος ολυμπιονίκης (1ος αι. π.Χ.). Γιος του Ευκλήτου, υπήρξε νικητής του πεντάθλου στην Ολυμπία. Ανδριάντας του είχε στηθεί στην ιερά Άλτη της Ολυμπίας. 4. Ολυμπιονίκης από την Ηλεία, που αναδείχτηκε τέσσερις φορές νικητής στο πένταθλο. Ανδριάντας του υπήρχε στην Άλτη.
* * *
-ή, -ό (AM γοργός, -ή, -όν)
γρήγορος, ευκίνητος
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το γοργό(ν)
ταχύτητα, ορμητικότητα
2. φρ. «τὸ γοργὸν καὶ χάριν ἔχει» — πρέπει να ενεργεί κανείς γρήγορα και την κατάλληλη στιγμή
αρχ.
1. άγριος, φοβερός
2. ζωηρός, ρωμαλέος
3. (για το ύφος) νευρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. γοργός προήλθε πιθ. από το κύριο όνομα Γοργώ (γυναικείο τέρας τής μυθολογίας), το οποίο μαρτυρείται προγενέστερα (Όμηρος) και τού οποίου η ετυμολογία είναι άγνωστη. Πρόκειται για τ. με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. Μορμώ), που σχημάτισε πληθ. Γοργόνες, απ' όπου και ο ενικός Γοργόνα, Γοργών. Κατ' άλλους το επίθ. γοργός αποσπάστηκε από τα σύνθετα γοργώψ (γοργώπις), γοργωπός κι αυτά με τη σειρά τους από το Γοργώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γοργός — grim masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γόργος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργός — ή, ό επίρρ. ά γρήγορος, ευκίνητος: Ήρθε με βήμα γοργό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γοργά — γοργός grim neut nom/voc/acc pl γοργά̱ , γοργός grim fem nom/voc/acc dual γοργά̱ , γοργός grim fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργότερον — γοργός grim adverbial comp γοργός grim masc acc comp sg γοργός grim neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοτάτω — γοργός grim masc/neut nom/voc/acc superl dual γοργός grim masc/neut gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοτέραις — γοργός grim fem dat comp pl γοργοτέρᾱͅς , γοργός grim fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργοτέρως — γοργός grim adverbial comp γοργός grim masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργῶν — γοργός grim fem gen pl γοργός grim masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γοργόν — γοργός grim masc acc sg γοργός grim neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”